- περιοικεῖται
- περιοικέωdwell roundpres ind mp 3rd sg (attic epic)περϊοικεῖται , περιοικέωdwell roundpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφήγησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑφηγοῡμαι] 1. οδηγία, καθοδήγηση («περιοικεῑται δὲ πόλεσιν Ἑλληνίσι κατά τὴν ὑφήγησιν τὴν Ἀλεξάνδρου», Πολ.) 2. διδασκαλία 3. ερμηνεία, εξήγηση 4. σύντομη περιγραφή θέματος 5. αφήγηση … Dictionary of Greek